Η σημασία των ερωτήσεων των παιδιών και οι τρόποι διαχείρισής τους

Πρώιμη ανίχνευση ειδικών μαθησιακών δυσκολιών
19 Δεκεμβρίου, 2016
Τα εγκεφαλικά κύματα και οι λειτουργίες τους
6 Φεβρουαρίου, 2017

Η σημασία των ερωτήσεων των παιδιών και οι τρόποι διαχείρισής τους

Από πολύ μικρή ηλικία τα παιδιά χρησιμοποιούν τις ερωτήσεις για να επικοινωνήσουν μεταξύ τους και με τους ενήλικες, και να μάθουν για τον κόσμο που τα περιβάλλει. Συγκεκριμένα, τα παιδιά αρχίζουν να κάνουν τις πρώτες τους ερωτήσεις προς το τέλος του πρώτου χρόνου της ζωής τους. Οι ερωτήσεις αυτές δεν είναι παρά μια λέξη διατυπωμένη με ερωτηματικό τόνο (π.χ. «μαμά;», δηλαδή, «πού είναι η μαμά;») η οποία, μερικές φορές, συνοδεύεται από κινήσεις (π.χ. δείχνουν με το χέρι αυτό που τους τράβηξε την προσοχή λέγοντας «νερό;»). Κατά τη διάρκεια του δεύτερου χρόνου της ζωής τους, γύρω στους 15 με 18 μήνες, τα παιδιά αρχίζουν να χρησιμοποιούν τα ερωτηματικά «τι» και «πού», στην αρχή μόνα τους, και αργότερα σε συνδυασμό με άλλες λέξεις (π.χ. «τι κάνει;», «πού πάει;»). Μετά ακολουθούν το «γιατί» και το «πώς», ενώ το «πότε» έρχεται πιο αργά. Σταδιακά, τα παιδιά αποκτούν τη δεξιότητα να υποβάλλουν πιο πολύπλοκες ερωτήσεις. Καθώς διανύουν τον τρίτο χρόνο της ζωής τους, οι ερωτήσεις που υποβάλλουν, όπως και οι προτάσεις τους γενικότερα, είναι μεγαλύτερες και πιο σωστές γραμματικά. Το ίδιο χρονικό διάστημα, ο αριθμός των ερωτήσεων που κάνουν αυξάνεται σημαντικά.

Οι ερωτήσεις που κάνουν τα παιδιά μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες:

  • σε ερωτήσεις που χρησιμοποιούν για να πάρουν πληροφορίες,

  • σε ερωτήσεις που χρησιμοποιούν για να κάνουν συνομιλίες-συζητήσεις, και

  • σε ερωτήσεις που έχουν τον ρόλο οδηγιών και εντολών.

Όπως είναι ίσως αναμενόμενο, τα μικρότερα παιδιά κάνουν κυρίως ερωτήσεις με τις οποίες ζητούν πληροφορίες, ενώ, καθώς μεγαλώνουν, αρχίζουν να χρησιμοποιούν τις ερωτήσεις για να κάνουν διάλογο, γεγονός που δείχνει την αυξανόμενη ανάγκη τους για κοινωνικοποίηση.

Συχνά, και όχι πάντα αδικαιολόγητα, οι ερωτήσεις των παιδιών τρομάζουν τους ενήλικες, είτε γιατί είναι ασαφείς είτε γιατί δεν έχουν μια «εύκολη απάντηση ή γιατί αναφέρονται σε «ευαίσθητα» θέματα.

Αφού βεβαιωθεί ότι κατανόησε την ερώτηση του παιδιού και γνωρίζει την απάντηση, τότε ο ενήλικας μπορεί είτε να απαντήσει είτε να ενθαρρύνει το παιδί να βρει μόνο του την απάντηση. Υπάρχουν, δηλαδή, διάφοροι τρόποι με τους οποίους μπορούμε να βοηθήσουμε τα παιδιά να απαντήσουν τις ερωτήσεις τους. Για την επιλογή του πιο κατάλληλου, χρησιμοποιούμε την κρίση μας, λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες συνθήκες και τα χαρακτηριστικά του κάθε παιδιού.

Ενθαρρύνοντας το παιδί να βρει μόνο του την απάντηση

Μία καλή αντιμετώπιση στις ερωτήσεις των παιδιών είναι ο ενήλικας να ενθαρρύνει και να βοηθήσει τα παιδιά να απαντήσουν τα ίδια στις ερωτήσεις τους. Αυτό μπορεί να γίνει με ερωτήσεις που τα οδηγούν, σταδιακά, στην κατάλληλη απάντηση. Οι ερωτήσεις αυτές μπορούν:

  • να τραβήξουν την προσοχή του παιδιού σε πράγματα που έχουν συζητηθεί παλαιότερα και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να απαντηθεί η ερώτηση,

  • να βοηθήσουν το παιδί να κάνει συσχετίσεις μεταξύ γεγονότων και καταστάσεων που έχει ήδη βιώσει, και να εντοπίσει κοινά στοιχεία με την απάντηση που ψάχνει ή

  • να εκμαιεύσουν σταδιακά την απάντηση από το παιδί, χρησιμοποιώντας λογικά επιχειρήματα.

Μπορούν, επίσης, να τραβήξουν την προσοχή του παιδιού σε τρόπους με τους οποίους θα έχει τη δυνατότητα να βρει την απάντηση σε αυτό που ψάχνει και να το βοηθήσουν να τους εφαρμόσει, μέχρι να την βρει από μόνο του. Η αντίληψη πίσω από αυτή την προσέγγιση είναι να ελευθερώσουμε το παιδί από την εξάρτησή του από τον ενήλικα και όχι να το δυσκολέψουμε ή να το αναγκάσουμε να απαντήσει το ίδιο. Εξάλλου, αν πιστεύουμε στη δυνατότητα των παιδιών να αναπτυχθούν, δεν πρέπει να βιαζόμαστε να δώσουμε τις απαντήσεις. Αντιθέτως, πρέπει να τα προσκαλούμε να σκεφτούν πού μπορεί να βρίσκονται οι απαντήσεις. Η πρόκληση είναι να μπορεί κανείς να ακούει. Για παράδειγμα, όταν το παιδί ρωτάει «γιατί υπάρχει το φεγγάρι;», δεν χρειάζεται να απαντήσουμε με μια επιστημονική απάντηση. Μπορούμε να το ρωτήσουμε «εσύ τι νομίζεις;». Θα καταλάβει ότι του λέμε «έχεις το δικό σου μυαλό και η δική σου ερμηνεία και ιδέες είναι σημαντικές για μένα». Ύστερα μαζί μπορούμε να ψάξουμε για τις απαντήσεις και να μοιραστούμε το θαυμασμό, την περιέργεια, τις δυσκολίες, τα πάντα. Δεν είναι οι απαντήσεις οι σημαντικές, είναι η διαδικασία, ότι ο ενήλικας και το παιδί ψάχνουν μαζί. Με τον τρόπο αυτό δίνουμε επίσης στα παιδιά το μήνυμα ότι οι απαντήσεις δεν βρίσκονται πάντα έτοιμες, φυλαγμένες μέσα στο μυαλό των ανθρώπων μέχρι να τις χρειαστούν, αλλά ότι έρχονται ως αποτέλεσμα έρευνας, ανάλυσης και επιλογών.

Ανάλογα με το είδος και το περιεχόμενο της ερώτησης, μπορούμε να παραπέμψουμε το παιδί σε άλλες πηγές πληροφόρησης (π.χ. βιβλία, επισκέπτες κ.ά.) και να του υποδείξουμε πώς μπορεί να τις χρησιμοποιήσει. Με τον τρόπο αυτό δίνουμε την ερώτηση πίσω στο παιδί που τη διατύπωσε, καθιστώντας το υπεύθυνο για την απάντησή της. Η προσέγγιση αυτή δίνει στα παιδιά το μήνυμα ότι τα εμπιστευόμαστε να βρουν την απάντηση μόνα τους.

Απαντώντας στην ερώτηση

Μια αυτονόητη διαχείριση στις ερωτήσεις των παιδιών είναι ο ενήλικας να απαντήσει ο ίδιος στην ερώτηση. Το μειονέκτημα σε αυτή την περίπτωση είναι ότι, ίσως, χάνεται η ευκαιρία να σκεφτούν τα παιδιά και να βρουν μόνα τους την απάντηση. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις, για παράδειγμα, όταν δεν έχουμε διαθέσιμο χρόνο ή γνωρίζουμε ότι τα παιδιά δεν μπορούν να απαντήσουν στη συγκεκριμένη ερώτηση, που προτιμάμε να δώσουμε εμείς την απάντηση από το να αφήσουμε την ερώτηση τους αναπάντητη. Σε περιπτώσεις που υπάρχει έλλειψη χρόνου, ο ενήλικος μπορεί επίσης να αναβάλει τη διαδικασία της απάντησης για μια πιο κατάλληλη στιγμή. Το σημαντικό σε αυτή την περίπτωση είναι να επιστρέψουμε στην ερώτηση του παιδιού και να μην την αφήσουμε αναπάντητη.

Όταν δεν γνωρίζουμε την απάντηση

Ερωτήσεις που απαιτούν εξειδικευμένη γνώση σε κάποιο τομέα, καλό θα είναι να μην απαντηθούν λάθος, μόνο και μόνο επειδή «κάτι πρέπει να πούμε». Αν ο ενήλικας δεν γνωρίζει την απάντηση ή δεν είναι σίγουρος πρέπει, καταρχήν, να το παραδεχτεί. Στη συνέχεια έχει τις παρακάτω επιλογές:

  • να προτείνει στο παιδί τρόπους με τους οποίους μπορεί να απαντηθεί η ερώτηση,

  • να προτείνει πηγές στις οποίες μπορεί να ανατρέξει το παιδί για να βρει την απάντηση, και

  • να προσφερθεί να βρει ο ίδιος την απάντηση.

Αναγνωρίζοντας τα «όρια» του, ο ενήλικας δίνει το μήνυμα στα παιδιά ότι κανείς δεν γνωρίζει όλες τις απαντήσεις και ότι το σημαντικό είναι να έχουμε τη διάθεση να τις αναζητήσουμε. Είναι προτιμότερο να πούμε ότι τη δεδομένη χρονική στιγμή δεν είμαστε σε θέση να απαντήσουμε, γιατί απαιτούνται γνώσεις που δεν έχουμε. Υποσχόμαστε να κοιτάξουμε για την απάντηση και να του την δώσουμε άμεσα. Ρωτάμε έναν ειδικό, ψάχνουμε μια εγκυκλοπαίδεια, αναζητάμε πληροφορίες στο διαδίκτυο και δίνουμε στο παιδί μια καθυστερημένη μεν, τεκμηριωμένη, δε, απάντηση. Χρυσός κανόνας είναι ότι «η ημιμάθεια είναι χειρότερη από την αμάθεια!» Φροντίζουμε, λοιπόν, να αντιμετωπίζουμε το παιδί σαν ισάξιο συνομιλητή στον οποίο οφείλουμε να παρέχουμε αποσαφηνισμένες και όσο το δυνατό τεκμηριωμένες πληροφορίες.

Τέλος, μπορούμε να εκμεταλλευτούμε τις ερωτήσεις των παιδιών για να τους περάσουμε, επίσης, το μήνυμα ότι αρκετές ερωτήσεις δεν έχουν μόνο μία απάντηση, αλλά πολλές, και ότι, συχνά, η απάντηση που δίνουμε σε μια ερώτηση εξαρτάται από τις τρέχουσες συνθήκες ή τις προσωπικές απόψεις και πεποιθήσεις των ατόμων που καλούνται να απαντήσουν. Επίσης, κάποιες ερωτήσεις των παιδιών αποτελούν πολύ καλές ευκαιρίες για να τους εξηγήσουμε ότι υπάρχουν ερωτήσεις για τις οποίες οι άνθρωποι ψάχνουν την απάντηση πολλά χρόνια τώρα και, ίσως, να μην μπορέσουν να τις απαντήσουν ποτέ («Αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση. Πολλοί άνθρωποι ψάχνουν να βρουν την απάντηση σε αυτή την ερώτηση, αλλά φαίνεται ότι δεν είναι εύκολο. Για να σκεφτούμε μερικές απαντήσεις…»).

Βιβλιογραφία

  • Cadwell, L.B. & Fyfe, B., (1997), “Conversations with children”, In J. Hendrick (Ed.), First steps toward teaching the Reggio way, Prentice Hall, Upper Saddle River, NJ.

  • Γιαννακοπούλου, Λ. & Παπατριανταφύλλου, Σ., (2010), Σχέσεις και Επικοινωνία στην Οικογένεια. Συμβουλευτική Γονέων, Εκδόσεις Π. Ασημάκης, Αθήνα.

  • Cole, S. & Cole, M., (2002), Η ανάπτυξη των παιδιών. Τόμος 2. Γνωστική και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη κατά τη νηπιακή και μέση ηλικία, Τυπωθήτω, Αθήνα.

  • Δημητρίου-Χατζηνεοφύτου, Λ., (2009), Τα 6 πρώτα χρόνια της ζωής, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.

  • Dixon, S. & Stein, M., (2005), Encounters with Children: Pediatric Behavior and Development, Mosby/ Elsevier, Philadelphia.

  • Drifte, C., (2004), Encouraging Positive Behavior in the Early Years. A Practical Guide, Paul Chapman Publishing, London.

  • Feldman, R.S., (2009), Εξελικτική Ψυχολογία, Τόμος 1, Gutenberg, Αθήνα.

  • Fine, M.J., (ed.), (1989), The Second Handbook on Parent Education, Academic Press Inc, USA.

  • Fisher, R., (2005), Teaching children to think, Continuum, London.

  • Friedrich, H., (2000), Επικοινωνία στο Νηπιαγωγείο. Τα παιδιά ως ακροατής και ομιλητής, Τυπωθητω- Γ.Δαρδανος, Αθήνα.

  • Green, C., (2001), New Toddler Taming. A parent’s guide to the first four years, Vermillion, London.

  • Holmes, J., (2009), Ο John Bowlby και η Θεωρία του Δεσμού, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.

  • Μαλικιώση-Λοίζου, Μ., (1999). Συμβουλευτική Ψυχολογία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

  • Μαλικιώση-Λοΐζου, Μ., (2008), «Επικοινωνία-Διαπροσωπικές Σχέσει

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.