Κοινωνική φοβία. Πως μπορώ να την αναγνωρίσω;

Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΝΟΥ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΔΙΑΧΥΤΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ
27 Ιουλίου, 2020
Επιστροφή στα σχολεία και μέτρα προστασίας: Πώς μπορούμε να ενημερωθούμε εμείς και τα παιδιά μας;
16 Σεπτεμβρίου, 2020

Κοινωνική φοβία. Πως μπορώ να την αναγνωρίσω;

Η διαταραχή κοινωνικού άγχους ή αλλιώς κοινωνική φοβία έχει χαρακτηριστεί ως επίμονος και εξουθενωτικός φόβος κοινωνικής αλληλεπίδρασης, κατά τον οποίο το άτομο φοβάται ότι θα αξιολογηθεί αρνητικά από άλλους. Στα παιδιά, ο φόβος ή το άγχος πρέπει να εμφανίζονται σε περιβάλλοντα συνομηλίκων και όχι μόνο κατά τη διάρκεια αλληλεπιδράσεων με ενήλικες. Το άτομο ανησυχεί ότι θα κριθεί ως αδύναμο, τρελό, ανόητο, βαρετό, εκφοβιστικό ή βρώμικο. Φοβάται ακόμα ότι θα ενεργήσει ή θα εμφανιστεί με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο ή ότι θα παρουσιάσει συμπτώματα άγχους, όπως κοκκίνισμα, τρέμουλο, εφίδρωση, μπέρδεμα στα λόγια του ή επίμονο κοίταγμα, τα οποία θα αξιολογηθούν αρνητικά από άλλους. 

Υπάρχουν δύο υποκατηγορίες κοινωνικής αγχώδους διαταραχής: Ο γενικευμένος τύπος, ο οποίος χαρακτηρίζεται από εμφανή φοβία στις περισσότερες κοινωνικές περιστάσεις και ο περιορισμένος τύπος φοβίας που εμφανίζεται σε μία ή δύο κοινωνικές περιστάσεις, με πιο συνηθισμένο το φόβο της παρουσίας μπροστά σε ακροατήριο. Ο γενικευμένος τύπος είναι γενικά πιο σοβαρός και ως εκ τούτου πιο περιοριστικός. Η πλειοψηφία των ατόμων με κοινωνική φοβία που εξετάζονται από την ιατρική κοινότητα τείνουν να εμφανίζουν αυτόν τον τύπο της διαταραχής. Από την άλλη μεριά, ο περιοριστικός τύπος (γνωστός και ως ειδική ή διακριτή κοινωνική φοβία) είναι λιγότερος κοινός. 

Η κοινωνική φοβία, έχει μέσο όρο έναρξης τα 13 έτη στις ΗΠΑ, ενώ 75% των ατόμων παρουσιάζουν τη διαταραχή μεταξύ των 8 και των 15 ετών. Η διαταραχή συχνά αναδύεται μέσα από ένα παιδικό ιστορικό κοινωνικής αναστολής ή συστολής όπως βρέθηκε σε αμερικανικές και ευρωπαϊκές μελέτες. Η έναρξη μπορεί επίσης να συμβεί και στην πρώιμη παιδική ηλικία. Η εμφάνιση της διαταραχής του κοινωνικού άγχους μπορεί να ακολουθήσει μια αγχωτική ή ταπεινωτική εμπειρία (π.χ., εκφοβισμός, εμετός κατά τη διάρκεια μιας δημόσιας ομιλίας) ή μπορεί να αναπτυχθεί σταδιακά. 

Αναφορικά με την αιτιοπαθογένεια της διαταραχής, η ιδιοσυγκρασιακή αναστολή έχει αναγνωριστεί ως ο μεγαλύτερος παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση αγχωδών διαταραχών και προβλημάτων εσωτερίκευσης. Η αναστολή είναι ένα μερικώς κληρονομικό χαρακτηριστικό που προδιαθέτει τα παιδιά στη χρόνια αποφυγή ή απόσυρση από άγνωστους ανθρώπους και καταστάσεις. Τα ανασταλμένα παιδιά χαρακτηρίζονται από απροθυμία να ξεκινήσουν και/ή να συμμετάσχουν σε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις όταν συναντούν νέα παιδιά ή ενήλικες και την τάση να παραμένουν κοντά στα σημεία ασφαλείας σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Αυτές οι ψυχικές συμπεριφορές, σε συνδυασμό με τον δειλό και απομονωμένο χαρακτήρα των παιδιών, με τη σειρά τους έχουν αποδειχθεί ότι προκαλούν αλληλεπιδράσεις υπερπροστασίας και ελέγχου από τους γονείς. Σημειώνεται ακόμα πως τα χαρακτηριστικά που προδιαθέτουν τα άτομα στην διαταραχή του κοινωνικού άγχους, επηρεάζονται έντονα γενετικά, αφού τα παιδιά με υψηλή συμπεριφορική συστολή είναι πιο ευαίσθητα στις περιβαλλοντικές επιρροές, όπως η μίμηση αγχωδών συμπεριφορών από τους γονείς. 

Αν προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε την εικόνα του παιδιού με κοινωνική φοβία, θα λέγαμε ότι μοιάζει να είναι διστακτικό, δειλό, φοβισμένο, υπερβολικά ντροπαλό, φιλήσυχο, μοναχικό με λίγους ή καθόλου φίλους στο σχολικό του περιβάλλον. Ο φόβος ή το άγχος εκφράζονται με φωνές, εκρήξεις θυμού, πάγωμα, προσκόλληση ή συρρίκνωση σε κοινωνικές καταστάσεις. Το παιδί συχνά αποφεύγει τις κοινωνικές καταστάσεις που φοβάται –όπως όταν χρειάζεται να επιτελέσει κάτι παρουσία άλλων- ή εναλλακτικά, υποβάλλεται σε αυτές βιώνοντας έντονο άγχος και τρόμο. Σκέφτεται ότι οι άλλοι θα το παρατηρούν εξονυχιστικά και θα το επικρίνουν. Αναμένει ότι θα γελοιοποιηθεί, θα υποτιμηθεί, και ότι οι άλλοι θα κάνουν προσβλητικά και αποδοκιμαστικά σχόλια. Συχνά αισθάνεται μοναξιά και θλίψη καθώς δεν είναι σε θέση να πλησιάσει τους άλλους. Τέλος χαρακτηρίζεται από χαμηλή αυτοεκτίμηση, μειωμένη αυτοπεποίθηση και αρνητική αυτό-εικόνα. Σκέφτεται ότι δεν διαθέτει τις κοινωνικές δεξιότητες που οι άλλοι έχουν για να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τέτοιες καταστάσεις και πιστεύει ότι όλοι οι άλλοι τα καταφέρνουν καλύτερα σε διάφορους τομείς της ζωής τους. Συχνά αναγνωρίζει ότι το άγχος του και οι φόβοι του είναι υπερβολικοί αλλά παραβλέπει τις εμπειρίες στις οποίες τα έχει καταφέρει εξίσου καλά με τους άλλους και εμμένει στις ίδιες δυσλειτουργικέςκαι στρεσογόνες σκέψεις. Το παιδί που υποφέρει από κοινωνική φοβία, σε καταστάσεις έντονου άγχους αισθάνεται να κοκκινίζει στο πρόσωπο. Αναφέρονται ακόμα ναυτία, τάση για εμετό και συχνοουρία, ταχυκαρδία, αρρυθμία και τσιμπήματα στα δάχτυλα των ποδιών και των χεριών, στις παλάμες και στα πέλματα. Άλλα συμπτώματα είναι η υπερβολική εφίδρωση, ο κόμπος στο λαιμό και το πάγωμα στους μυς του προσώπου. Αισθάνεται τέλος δυνατές κράμπες στο στομάχι και αδυναμία να ελέγξει την αναπνοή του η οποία γίνεται πολύ γρήγορη και ακανόνιστη. Ανάλογα με την περίπτωση, όσο εντονότερο στρες βιώνει το παιδί, τόσο εντονότερα και εμφανέστερα θα είναι τα συμπτώματα αυτά. 

Η διαφορά ανάμεσα στην διαταραχή κοινωνικού άγχους και τη συστολή στα παιδιά είναι ότι η πρώτη καταστέλλει την ικανότητα του παιδιού να αναπτύσσεται με τον κατάλληλο τρόπο. Η ντροπή (δηλ. η κοινωνική επιφυλακτικότητα) είναι κοινό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας και δεν είναι από μόνη της παθολογική. Σε μερικές κοινωνίες μάλιστα, η συστολή αξιολογείται ακόμη και θετικά. Ωστόσο, όταν υπάρχει σημαντική αρνητική επίδραση στους κοινωνικούς, σχολικούς και άλλους σημαντικούς τομείς λειτουργίας, πρέπει να εξεταστεί η πιθανότητα διάγνωσης της διαταραχής του κοινωνικού άγχους. Μόνο μια μειοψηφία (12%) αυτοπροσδιορισμένων ντροπαλών ατόμων στις ΗΠΑ έχει συμπτώματα που πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια για την κοινωνική διαταραχή άγχους. Οι λειτουργικές συνέπειες της διαταραχής του κοινωνικού άγχους σχετίζονται με αυξημένα ποσοστά σχολικής εγκατάλειψης και με μειωμένη ευημερία, απασχόληση, παραγωγικότητα στο χώρο εργασίας, κοινωνικοοικονομική κατάσταση και ποιότητα ζωής. Η διαταραχή εμποδίζει επίσης τις δραστηριότητες αναψυχής. Παρά την έκταση της αγωνίας και της κοινωνικής δυσλειτουργίας που σχετίζεται με τη διαταραχή κοινωνικού άγχους, μόνο τα μισά άτομα με τη διαταραχή στις δυτικές κοινωνίες αναζητούν θεραπεία. Καθυστερημένη έναρξη της διαταραχής και θεραπεία, έχει βρεθεί ότι σχετίζεται με περισσότερο αρνητική πρόγνωση. Ως εκ τούτου, η έγκαιρη διάγνωση είναι μείζονος σημασίας.

Αναστασία Κομιανίδη,

Ψυχολόγος

American Psychiatric Association. (2013). DSM-V, DIAGNOSTIC AND STATISTICAL MANUAL OF MENTAL DISORDERS. Washington: American Psychiatric Publishing.

Elizabeth J., King N., Ollendick H. T., Gullone E., Tonge B., Watson S., Macdermott S. (2006). Social anxiety disorder in children and youth: A research update on aetiological factors. Counseling Psychology Quarterly. 19(2), 151-163.

Rosenthal J., Jacobs L., Marcus M., Katzman A. M. (2007). Beyond shy: When to suspect social anxiety disorder. The journal of family practice. 56 (5).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.