Νευροανάδραση (neurofeedback)
Η Νευροανάδραση (EEG Biofeedback) αποτελεί μία από τις αποτελεσματικότερες, μη φαρμακευτικές, σύγχρονες εκπαιδευτικές μεθόδους. Η μέθοδος (Neurofeedback) αναφέρεται στη διαδικασία, κατά την οποία μια σωματική λειτουργία, που, υπό κανονικές συνθήκες, ο άνθρωπος δεν μπορεί να αντιληφθεί (εγκεφαλικά κύματα, καρδιακός παλμός, αρτηριακή πίεση, θερμοκρασία σώματος κτλ.), παρακολουθείται σε πραγματικό χρόνο και, συγχρόνως προσφέρεται για διάπλαση και επανεκπαίδευση. Ως εκ τούτου, ο εκπαιδευόμενος εξοικειώνεται με τις αποκρίσεις του Αυτόνομου Κεντρικού Νευρικού Συστήματος (ANS), ενώ με την αναγνώριση αυτών των φυσιολογικών αντιδράσεων, αποκτά σταδιακά τη δυνατότητα να τις ελέγξει προς όφελος του, με στόχο την αντιμετώπιση και διαχείριση πιθανών δυσκολιών (π.χ. διάσπαση προσοχής, άγχος, μαθησιακές δυσκολίες, διαταραχές ύπνου κλπ).
Η Νευροανάδραση δεν συμβάλει μόνο στη βελτιστοποίηση της ικανότητας για συναισθηματική και γνωστική αυτορρύθμιση του παιδιού, εφήβου, ενήλικα, αλλά παρέχει και τη δυνατότητα στους ειδικούς ψυχολόγους για την ποσοτικοποίηση των αποτελεσμάτων της εκπαίδευσης και την αποτελεσματικότερη καθοδήγηση του εκπαιδευόμενου με στόχο τη βέλτιστη απόδοση.
Η Νευροανάδραση ( neurofeedback) αναφέρεται στη διπλή διαδικασία, όπου μια σωματική λειτουργία, την οποία, υπό κανονικές συνθήκες, ο άνθρωπος δεν μπορεί να αντιληφθεί (καρδιακός παλμός, αρτηριακή πίεση, θερμοκρασία σώματος, εγκεφαλικά κύματα κτλ.), παρακολουθείται και, συγχρόνως προσφέρεται για διάπλαση και επανεκπαίδευση. Στη διαδικασία αυτή χρησιμοποιούνται ηλεκτρονικές συσκευές που μετρούν και παρακολουθούν τις σωματικές λειτουργίες ενός ατόμου κατά τέτοιον τρόπο ώστε να ανατροφοδοτούνται στο άτομο αμέσως, πιστά και με τρόπο που να τις καταλαβαίνει .
Η τεχνολογία της νευροανάδρασης αναπτύχθηκε τον 21ο αιώνα στο πλαίσιο της συνεχούς εξέλιξης των επιστημών της υγείας και μέσω αυτής επιτυγχάνεται η αντικειμενική και ακριβής μέτρηση των νευρολογικών και ψυχοφυσιολογικών αντιδράσεων (π.χ. άγχος, ταχυπαλμίες, διάσπαση της προσοχής) του οργανισμού, οι οποίες επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την λειτουργικότητα και αποδοτικότητα του παιδιού – εφήβου. Η διάσπαση της προσοχής και η δυσκολία διαχείρισης του άγχους, οι οποίες τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται όλο και συχνότερα στην παιδική και εφηβική ηλικία, σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με αυτές τις αντιδράσεις. Η τεχνολογία αυτή ψηφιοποιεί και ενισχύει τα ακατέργαστα, αναλογικά εγκεφαλικά σήματα για να τα μεταφέρει με ακρίβεια μέσω ειδικού λογισμικού σε παιχνίδια, εκπαιδευτικές και ερευνητικές εφαρμογές. Με αυτό τον τρόπο το άτομο έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί κατά τη διάρκεια της συνεδρίας, σε ειδική οθόνη σήματα που αντιπροσωπεύουν τις παραπάνω λειτουργίες και έτσι μαθαίνει να τις κατευνάζει/ελέγχει ώστε σε καταστάσεις καθημερινής πίεσης και άγχους να είναι έτοιμο να αντιμετωπίσει τις συντριπτικές επιπτώσεις που έχουν στον οργανισμό του.
Οι προσπάθειες αντιμετώπισης των ως άνω δυσκολιών βασίζονταν έως σήμερα στις κλασσικές μεθόδους της εργοθεραπείας και της ψυχολογικής υποστήριξης, οι οποίες στόχευαν κυρίως στη δημιουργία των περιβαλλοντικών-συμπεριφορικών συνθηκών που θα οδηγούσαν στον μερικό έλεγχό τους.
Οι ενότητες / ασκήσεις του C.B.E.P αποτελούν ψυχοεκπαιδευτικές διαδικασίες, κατά την διάρκεια των οποίων ο ασκούμενος μπορεί να εκπαιδευτεί και να μάθει ψυχικές δεξιότητες, οι οποίες μέσω της επανάληψης αφομοιώνονται και αποθηκεύονται στην εγκεφαλική μνήμη. Αυτό συνεπάγεται την ανάκληση και την δυνατότητα πραγμάτωσης της νέας αυτής ψυχικής δεξιότητας όταν και αν το άτομο το επιθυμεί. Μέσω της ηλεκτροδερμικής νευροανάδρασης επικοινωνεί με το συγκεκριμένο λογισμικό, το επίπεδο διέγερσης του ασκούμενου και αναλόγως την εκπαιδευτική ενότητα, το άτομο μαθαίνει με διαδραστικό τρόπο να ρυθμίζει την ψυχοφυσιολογική του αντίδραση (συγκέντρωση, εγρήγορση / χαλάρωση) βάσει των απαιτούμενων συνθηκών. Με άλλα λόγια το άτομο μαθαίνει μέσω της εξάσκησης με το C.B.E.P να αυτορυθμίζεται.
Η πρωτοπορία του συγκεκριμένου συστήματος καθώς και ο ευχάριστος τρόπος μάθησης νέων δεξιοτήτων καθιστούν το C.B.E.P ένα πετυχημένο, εύχρηστο και άκρως αποτελεσματικό εργαλείο στην ανάπτυξη του ατόμου και τον καλύτερο έλεγχο των ψυχοφυσιολογικών του αντιδράσεων (π.χ. άγχος, συγκέντρωση της προσοχής κ.α.). Οι τομείς εφαρμογής που είναι σχεδόν ανεξάντλητοι, μεταξύ άλλων είναι οι παρακάτω:
Οι νευροαναδραστικές συνεδρίες διαρκούν 45 λεπτά και πραγματοποιούνται με συχνότητα 1 ή 2 φορές ανά εβδομάδα, ανάλογα με τις δυσκολίες που έχουν εντοπιστεί.