Η προετοιμασία για μία σημαντική εξέταση, καθώς και η ίδια η διαδικασία της εξέτασης, αποτελούν μία από τις σημαντικότερες και περισσότερο αγχογόνες περιόδους της μαθητικής ζωής. Ένα ποσοστό άγχους για τις εξετάσεις είναι αναμενόμενο και λειτουργεί παραγωγικά. Το άγχος για μια επικείμενη εξέταση ως επί το πλείστον συμβάλλει στην ενεργοποίηση του εξεταζόμενου και στην κινητοποίησή του για κατάλληλη προετοιμασία, με στόχο την επίτευξη της βέλτιστης δυνατής επίδοσης. Η ανησυχία ενεργοποιεί μία κατάσταση «συναγερμού» στη σκέψη, με αποτέλεσμα γνωστικά να αναζητούμε όλους τους πιθανούς τρόπους εξεύρεσης λύσης με στόχο την «απενεργοποίηση του συναγερμού».
Ωστόσο, το άγχος για την επίδοση σε μία εξέταση σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να καταστήσει τη συμπεριφορά μη παραγωγική. Μαθητές με δυσκολία στη διαχείριση του άγχους μπορεί να επιτύχουν χαμηλότερους βαθμούς από μαθητές με λιγότερο άγχος, ακόμη και όταν οι ικανότητές τους και η προετοιμασία τους κινούνται σε ίδια επίπεδα. Αυτοί οι μαθητές συχνά περιγράφουν ότι κατακλύστηκαν από ένταση και υπερβολική ανησυχία και «πάγωσαν» όταν επρόκειτο να ξεκινήσουν την εξέταση.
Οι μαθητές με μη παραγωγικό άγχος επίδοσης, σε έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί (Loh Tze Ping et al., 2008, Gkolemi Theodosia et al., 2015), περιγράφουν σωματικά, συμπεριφορικά και συναισθηματικά συμπτώματα πριν, αλλά και κατά τη διάρκεια κάποιας εξέτασης. Συγκεκριμένα, φαίνεται να παρουσιάζουν έντονο αίσθημα κόπωσης, πόνο στο στήθος, πονοκεφάλους, μυϊκή ένταση, ζαλάδα κλπ. Συναισθηματικά, φαίνεται να βιώνουν ανεξέλεγκτα συναισθήματα άγχους, ανησυχίας, ευερεθιστότητας, θυμού κλπ. Τα σωματικά και συναισθηματικά συμπτώματα επηρεάζουν σημαντικά και τη συμπεριφορά των μαθητών, οι οποίοι παρουσιάζουν δυσκολίες στον ύπνο, αναβλητικότητα, αποφεύγουν να πάνε στα μαθήματα, καταφεύγουν στη χρήση χαλαρωτικών/αγχολυτικών ουσιών (π.χ. αλκοόλ κλπ), η προσοχή τους αποσπάται εύκολα. Συχνά, ωστόσο, συμβαίνει τα συμπτώματα αυτά να διαγνωστούν ως ενδείξεις κάποιας άλλης δυσκολίας ή παθολογίας (π.χ. ΔΕΠΥ, μαθησιακές δυσκολίες κλπ), με αποτέλεσμα να μην αντιμετωπιστούν με τις κατάλληλες τεχνικές.
Η ψυχοθεραπεία και η φαρμακευτική θεραπεία αποτελούν τις πλέον διαχρονικές και κλασικές μεθόδους διαχείρισης του παθολογικού άγχους. Σε έρευνες, ωστόσο, που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια (π.χ. Moradi et al.,2011) η μέθοδος της Νευροανάδρασης παρουσιάζει ταχύτερα και σταθερά αποτελέσματα μέσω της συμπεριφορικής εκπαίδευσης του ατόμου στον, σε πραγματικό χρόνο, έλεγχο των σωματικών συμπτωμάτων με την εφαρμογή τεχνικών χαλάρωσης και την κατ’ επέκταση μείωση της δυσφορίας και της δυσλειτουργίας. Στόχο της νευροανάδρασης αποτελεί η εκπαίδευση του εγκεφάλου στη ρύθμιση διεργασιών όπως, η συγκέντρωση, η προσοχή, η μνήμη, η ρύθμιση του στρες κλπ. Συγκεκριμένα, με έναν πλήρως μη επεμβατικό τρόπο με τη χρήση ενός αισθητήρα, ο εκπαιδευόμενος έχει άμεση οπτική απεικόνιση των καταγραφόμενων εγκεφαλικών κυμάτων του, αποκτώντας με αυτόν τον τρόπο επίγνωση της κατάστασης συγκέντρωσης και ηρεμίας του σε οποιαδήποτε φάση της εκπαίδευσης.
Η γνώση αυτή παρέχει στον εκπαιδευόμενο το πλεονέκτημα της μεταβολής των ανωτέρω καταστάσεων μέσω της χρήσης τεχνικών, που προτείνει ο εκάστοτε εκπαιδευτής, οι οποίες στοχεύουν στη βελτίωση της συγκέντρωσης και/ή στη διαχείριση του άγχους. Μέσω της εκπαίδευσης, λοιπόν, ο εκπαιδευόμενος μαθαίνει συνειδητά να αντιλαμβάνεται την εκάστοτε κατάσταση στην οποία βρίσκεται και να τη ρυθμίζει, εφαρμόζοντας τις τεχνικές στις οποίες έχει εκπαιδευτεί, προς τη μεγιστοποίηση της απόδοσής του.
Μάθετε περισσότερα για τη Μέθοδο της Νευροανάδρασης: http://junior.focuslab.gr/neurofeedback/