Είναι αρκετά συχνό φαινόμενο, ως ενήλικες, να αντιμετωπίζουμε ένα παιδί που κλαίει με φράσεις, όπως: «Δεν αξίζει να κλαις γι’ αυτό», «Τα μεγάλα παιδιά δεν κλαίνε», «Κορίτσι είσαι και κλαις;» (χρησιμοποιείται συχνά στα αγόρια), «Αν δεν σταματήσεις να κλαις θα μπεις τιμωρία». Φράσεις, όπως αυτές που αναφέραμε, το πιο πιθανό είναι να έχουν αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά. Είναι φράσεις που ενοχοποιούν το παιδί και κόβουν κάθε επιθυμία του για επικοινωνία με τον γονέα/φροντιστή ή τον παιδαγωγό. Το παιδί λαμβάνει το μήνυμα ότι το κλάμα είναι κάτι «κακό» που δεν πρέπει να κάνει, χωρίς ωστόσο να καταλαβαίνει ακριβώς το γιατί. Ακόμη, λέγοντας στο παιδί να σταματήσει το κλάμα, του δίνουμε την εντύπωση ότι δε θέλουμε ή δεν αντέχουμε να ακούσουμε την επιθυμία του ή ότι δεν είναι αρκετά σημαντική για εμάς.
Ποιος είναι, λοιπόν, ο αποτελεσματικότερος τρόπος να απευθυνθεί κανείς σε ένα παιδί που κλαίει; Ας πάρουμε το σύνηθες παράδειγμα του παιδιού που πηγαίνει για πρώτη φορά στον παιδικό σταθμό. Συμβαίνει συχνά στο στάδιο αυτό τα παιδιά να κλαίνε και να εμφανίζουν αντιδραστική συμπεριφορά. Η περίοδος που το παιδί πηγαίνει για πρώτη φορά στον παιδικό σταθμό είναι μεταβατική και το σύνηθες είναι τους πρώτους 3 με 4 μήνες (περίπου μέχρι και τον Ιανουάριο) να αρνείται να πάει στο σχολείο, αλλά τελικά με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να πηγαίνει. Γιατί αντιδρά έτσι; Ρόλο μπορεί να παίζει η σχέση με τη μητέρα του. Μήπως περνούσε πολύ χρόνο μαζί της και τώρα του λείπει; Μήπως του λείπουν γενικότερα οι γονείς, επειδή εργάζονται αρκετές ώρες; Ως γονείς, είναι σημαντικό να κατανοούμε ότι πρόκειται για μία σημαντική μεταβατική περίοδο και να δείχνουμε κατανόηση.
Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε για να βοηθήσουμε το παιδί τη στιγμή του κλάματος είναι να αναγνωρίσουμε το συναίσθημά του, να του δείξουμε ενδιαφέρον και να του δώσουμε «χώρο» για να το εκφράσει και να μας εξηγήσει το λόγο που το έκανε να κλαίει (για παράδειγμα: «Καταλαβαίνω ότι σε ενοχλεί για αυτό το λόγο και ότι μπορεί να σε θυμώνει, και εγώ στη θέση σου έτσι πιθανώς θα ένιωθα, αλλά πρέπει να κάνουμε αυτό»). Μπορούμε, ακόμα, να ξεκλέψουμε λίγο χρόνο για να κάνουμε μαζί με το παιδί δραστηριότητες που του αρέσουν, δείχνοντάς του ότι υπάρχει μεν πρόγραμμα στην οικογένεια, αλλά και ο χρόνος μαζί του είναι σημαντικός για εμάς. Τέλος, αφού και εμείς οι ίδιοι έχουμε προσπαθήσει να μπούμε στη θέση του παιδιού, μπορούμε να αντιστρέψουμε την εικόνα του παιδιού για την κατάσταση τοποθετώντας το υποθετικά στη θέση μας (π.χ. «Εσύ τι θα έκανες στη θέση μου;» ή «Εφόσον δε θέλεις να κάνεις αυτό, τι πιστεύεις ότι πρέπει να κάνεις;»).
Πολλές φορές δεν χρειάζονται καν λόγια για να ηρεμήσει ένα παιδί που κλαίει, αλλά να κάνουμε απλά αυτό που νιώθουμε. Μια σφιχτή αγκαλιά, για παράδειγμα, μπορεί να κάνει θαύματα. Και όταν το παιδί ηρεμήσει, κάποια στιγμή αργότερα, μπορούμε να δοκιμάσουμε να συζητήσουμε μαζί του για αυτό που το στεναχώρησε και να βρούμε από κοινού μια λύση. Τέλος, μπορούμε να το ρωτήσουμε για το τι θα ήθελε το παιδί να κάνουμε εμείς όταν εκείνο κλαίει ή είναι θυμωμένο.