Ως τιμωρία ορίζεται:
Mια πράξη που κάνουν οι γονείς, για να μάθουν στα παιδιά τους κάτι. Να μάθουν τα παιδιά τον τρόπο να ξεχωρίζουν το επιτρεπτό από το απαγορευμένο. Να μάθουν ότι οι πράξεις έχουν συνέπειες και έτσι να τα βοηθήσουν να εξασκηθούν στην αντιμετώπιση της πραγματικότητας για την υπόλοιπη ζωή τους.
Όλοι οι γονείς, ακόμα και οι πιο ανεκτικοί, επιβάλλουν στα παιδιά τους κάποιες τιμωρίες στην προσπάθειά τους να τα κοινωνικοποιήσουν. Οι γονείς θα πρέπει να καταφεύγουν στο είδος της πειθαρχίας, που βασίζεται στην οριοθέτηση. Τα όρια δεν απειλούν τη συναισθηματική ασφάλεια στις σχέσεις και εστιάζουν στην ικανότητα του παιδιού να κάνει εποικοδομητικές επιλογές. Είναι σημαντικό να διατυπώνονται θετικά π.χ. «Μπορείς να δεις ταινία αν έχεις διαβάσει ως τις 7» και όχι «Δεν θα δεις ταινία αν δεν έχεις τελειώσει ως τις 7», με σαφήνεια και να τεκμηριώνονται με λογικά επιχειρήματα.
Τιμωρίες που επιβάλλονται συστηματικά σ ’ένα πλαίσιο απορριπτικό και εχθρικό, οδηγούν αργότερα σε προβληματικές καταστάσεις. Ίσως οι σωματικές ποινές να θεωρηθούν ως η έσχατη λύση. Ακόμα και τότε όμως, θα πρέπει να θεωρηθούν ως ένα είδος αποτυχίας στην επικοινωνία γονέα – παιδιού. Η σωματική τιμωρία αναστέλλει προσωρινά μόνο την ανεπιθύμητη συμπεριφορά, ενώ μακροπρόθεσμα τα αποτελέσματά της είναι λιγότερο εντυπωσιακά.
Βασική αρχή είναι ότι οι τιμωρίες θα πρέπει να είναι σχετικές με την αταξία, γιατί αλλιώς μπερδεύουν τα παιδιά.
Το παιδί συμμορφώνεται ταχύτερα, όταν στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς του οι γονείς χρησιμοποιούν και τα δυο είδη παρεμβάσεων:
Όταν μια τιμωρία εφαρμόζεται με συνέπεια, χρονική εγγύτητα και σταθερότητα κάθε φορά που συμβαίνει το ίδιο παράπτωμα, όταν ισχύει η ίδια για όλα τα μέλη της οικογένειας, όταν δεν είναι εξοντωτική, όταν υπάρχει ένα στοργικό οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο το παιδί μπορεί να βασιστεί και να επιστρέψει μετά το τέλος της τιμωρίας κι όταν εξηγήσουμε στο παιδί τους λόγους για τους οποίους δεν μας άρεσε η συμπεριφορά, την οποία τιμωρούμε, τότε η τιμωρία μπορεί να είναι αποτελεσματική.