Το κλάμα για τα παιδιά αποτελεί ίσως τη συνηθέστερη συμπεριφορική μορφή επικοινωνίας των αναγκών τους κατά τους πρώτους μήνες της ζωής τους. Τα περισσότερα παιδιά κλαίνε όταν πεινούν, όταν είναι κουρασμένα, άρρωστα ή όταν πονούν. Είναι σημαντικό ο φροντιστής να θυμάται ότι το βρέφος δεν έχει κανέναν άλλο τρόπο να εκφράσει τους ενστικτώδεις φόβους και τις ανάγκες του, εκτός από το κλάμα. Το κλάμα αποτελεί ταυτόχρονα έκφραση, πρόσκληση και προσπάθεια αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον του και πρέπει να αντιμετωπίζεται πάντα με προσοχή. Από το 1ο έτος της ηλικίας του παιδιού, όμως, και έπειτα το κλάμα συμπληρώνει τη λεκτική επικοινωνία, κυρίως κατά την έκφραση αρνητικών συναισθημάτων, όπως θυμό, απογοήτευση ή θλίψη.
Όταν ένα βρέφος, λοιπόν, αρχίζει να κλαίει, η πρώτη αντίδρασή μας πάντα είναι να ελέγξουμε τις βασικές ανάγκες του (τροφή, ύπνος, ούρηση, πόνος κλπ). Με αυτόν τον τρόπο, το βρέφος αρχίζει να μαθαίνει πως το περιβάλλον του είναι ασφαλές και αναπτύσσει σχέση εμπιστοσύνης με τους φροντιστές του.
Μετά το 1ο έτος ηλικίας και εφόσον το παιδί έχει κατακτήσει την ομιλία, η συμπεριφορική προσπάθεια καθησυχασμού ενισχύεται μέσω του διαλόγου και της ικανότητας του φροντιστή να αντιλαμβάνεται, να κατανοεί τα αίτια της αντίδρασης του παιδιού και να παρεμβαίνει κατάλληλα. Είναι πολύ σημαντικό να δείξουμε στο παιδί το ενδιαφέρον μας και τη θέλησή μας να κατανοήσουμε τι είναι αυτό που το ενοχλεί. Αναγνωρίζουμε το συναίσθημά του, του δείχνουμε ενδιαφέρον και του δίνουμε «χώρο» για να το εκφράσει και να μας εξηγήσει τον λόγο που το έκανε να κλαίει. Για παράδειγμα, «Καταλαβαίνω ότι σε ενοχλεί που ο Νίκος πήρε το παιχνίδι σου και ότι μπορεί να σε θυμώνει, και εγώ στη θέση σου έτσι πιθανώς θα ένιωθα». Στη συνέχεια, προτείνουμε στο παιδί κάποιους εναλλακτικούς τρόπους αντιμετώπισης της κατάστασης, όπως «Τι θα έλεγες να ζητήσεις από τον Νίκο να παίξετε μαζί με το παιχνίδι;». Τέλος, βοηθούμε το παιδί να κατανοήσει πως δεν είναι κακό να κλαίμε όταν είμαστε λυπημένοι ή έχουμε χτυπήσει (π.χ. «Ωχ, και εγώ θα έκλαιγα αν είχα χτυπήσει το κεφάλι μου».
Σε κάθε περίπτωση, η αντίληψή μας για το κλάμα είναι σπουδαίας σημασίας για τη σχέση μας με το παιδί, διότι καθορίζει αφενός το πώς ερμηνεύουμε τη συμπεριφορά, αφετέρου επηρεάζει την αντίδρασή μας σε αυτό. Η κατάλληλη, λοιπόν, ανταπόκριση και προσαρμογή στα επικοινωνιακά σήματα του παιδιού λειτουργούν ως θεμέλια της σχέσης που χτίζουμε μαζί του και απαιτούν την προσοχή και την ευαισθησία μας.
Ευχαριστούμε το Bonjour Magazine για τη δημοσίευση του άρθρου μας!