Η σημασία της διαφοροποίησης στην υγιή ανάπτυξη του παιδιού

Μουσικοθεραπεία: Η χρήση των κρουστών ως θεραπευτική παρέμβαση
8 Μαρτίου, 2021
“Το φαινόμενο του Πυγμαλίωνα”
20 Απριλίου, 2021

Η σημασία της διαφοροποίησης στην υγιή ανάπτυξη του παιδιού. 

Η διαφοροποίηση αφορά την ικανότητα να βρίσκεται κανείς σε συναισθηματική σύνδεση με τους άλλους, ενώ ταυτόχρονα δικαιούται να είναι αυτόνομος υπό την έννοια της δικής του συναισθηματικής λειτουργίας (Bowen, 1988).  Πιο συγκεκριμένα, ένα διαφοροποιημένο άτομο έχει την ικανότητα να διαχωρίσει τα συναισθήματα από τις σκέψεις του, καθώς και τις δικές του πεποιθήσεις από τις αξίες και τις ανάγκες των άλλων. 

Το αντίθετο της διαφοροποίησης είναι η συγχώνευση και περιγράφει την αδιαφοροποίητη μάζα που διαμορφώνουν οι δεσμοί μεταξύ ανθρώπων, μέσα στην οποία υπονομεύεται η ατομικότητα του καθενός.

Θεωρητικά, η εννοιολογική κατασκευή της διαφοροποίησης συνδέεται με τέσσερις παράγοντες:  τη συναισθηματική αντιδραστικότητα, την ικανότητα ανάληψης ευθυνών, τη συναισθηματική αποκοπή και τη συγχώνευση με άλλους. Οι λιγότερο διαφοροποιήμενοι άνθρωποι φαίνεται να συγκλονίζονται από τα έντονα συναισθήματά τους και δυσκολεύονται να αναλάβουν την ευθύνη για τις πράξεις  ή τα συναισθήματά τους, ενώ αντίθετα συμμορφώνονται στις προσδοκίες των άλλων. Επιπλέον, όταν οι διαπροσωπικές εμπειρίες χαρακτηρίζονται έντονες, τα λιγότερο διαφοροποιημένα άτομα, τείνουν να απομονωθούν τόσο από τους άλλους, όσο και από τα ίδια τους τα συναισθήματα. Τέλος, δυσκολεύονται να διατηρήσουν καλώς καθορισμένες σχέσεις, αλλά αντίθετα, τείνουν να συγχωνεύονται εντός των πιο κοντινών τους σχέσεων.

Δεν υπάρχει καθαρή διαφοροποίηση ή συγχώνευση. Αντίθετα, πρόκειται για τα δύο άκρα ενός συνεχούς, που περιλαμβάνει μια πληθώρα διαφορετικών συνδυασμών. Επιπρόσθετα, υποστηρίζεται πως ύστερα από το σχηματισμό της διαφοροποίησης ενός ατόμου, αυτή παραμένει σχετικά σταθερή ανά τα χρόνια, αλλά μπορεί να βελτιωθεί σταδιακά, ύστερα από τις σκόπιμες προσπάθειες του ατόμου. Πιο συγκεκριμένα, το επίπεδο διαφοροποίησης ενός ανθρώπου βελτιώνεται μέσα από τις συνειδητές αποφάσεις που λαμβάνει για τη ζωή του, αντίθετα από την αντιδραστική ανταπόκριση σε άλλους ανθρώπους. 

***

Σε συγχωνευμένες οικογένειες, το άτομο αδυνατεί να βρει τη θέση του, καθώς υπερκαθορίζεται από το «εμείς». Οι συνέπειες του γεγονότος αυτού είναι ολέθριες στην προσωπικότητα του αναπτυσσόμενου παιδιού, αφού δεν καταφέρνει να δομήσει μια υγιή προσωπικότητα, παραμένει προσκολλημένος στην οικογένεια και μεγαλώνοντας γίνεται ένας εξαρτημένος ενήλικας. Από την άλλη μεριά, σύμφωνα με έρευνες, τα περισσότερο διαφοροποιημένα παιδιά, χαίρουν καλύτερης προσαρμογής και λειτουργίας στη μετέπειτα ζωή τους (Peleg & Rafal, 2012) ενώ παράλληλα, ως ενήλικες επιτυγχάνουν μεγαλύτερη αυτονομία στις σχέσεις τους, χωρίς να νοιώθουν ότι ασφυκτιούν και χωρίς να βιώνουν φόβο εγκατάλειψης (Bowen & Kerr, 1988). 

Η ικανότητα να είναι κανείς ο εαυτός του, με τη μικρότερη δυνατή επιρροή από άλλους καθίσταται ένα ιδιαίτερα δύσκολο έργο, κυρίως στις ελληνικές οικογένειας, όπου η ατομικότητα και το κάτι «διαφορετικό», συνεπάγονται εξαιρετικές ενοχές εκ μέρους το ατόμου που «απομακρύνεται».

Το να είναι κανείς συγχωνευμένος όμως, δεν αποτελεί ένα ζήτημα που αφορά μόνο εκείνον και τη δική του πατρική οικογένεια, αλλά αντίθετα, αυτή η έλλειψη διαφοροποίησης μεταφέρεται συνήθως και σε άλλα συστήματα, όπως π.χ. εντός του ζευγαριού ή μεταβιβάζοντας ο γονιός το δικό του επίπεδο διαφοροποίησης στο παιδί του. Δεδομένου ότι ο βαθμός διαφοροποίησης των γονέων, μεταβιβάζεται διαγενεακά και στα παιδιά, αντιλαμβάνεται κανείς την ύψιστη σημασία της «κατάκτησης» του εν λόγω στόχου, πρώτα από τους ίδιους τους γονείς. 

Πως ακριβώς όμως μπορεί να συμβεί αυτό; Παρακάτω, αναφέρονται τέσσερα επιμέρους βήματα για τη σταδιακή βελτίωση της διαφοροποίησης. Αρχικά, αναφέρεται η απόρριψη των καταστροφικών σκέψεων και συμπεριφορών που έχουν εσωτερικευτεί, βασισμένες σε προηγούμενα τραυματικά γεγονότα. Όταν αναγνωρίσει κανείς την εσωτερικευμένη φωνή, ενθαρρύνεται να τη συνδέσει με προηγούμενα γεγονότα και πρόσωπα της ζωής του και έπειτα να προσπαθήσει να αναιρέσει τα αρνητικά μηνύματά της, αμφισβητώντας την. 

Σε δεύτερη φάση, αναφέρεται η αναγνώριση και αλλαγή των αρνητικών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας μας, που στην πραγματικότητα αποτελούν ενσωμάτωση των αρνητικών χαρακτηριστικών των γονιών μας ή σημαντικών άλλων της ζωής μας. Είναι γεγονός πως πολλοί, μεγαλώνοντας, αναγνωρίζουν μοτίβα συμπεριφοράς των γονέων, που επαναλαμβάνουν με τη σειρά τους στη δική τους οικογένεια, παρά τη προσπάθεια να διαφοροποιηθούν από αυτά. 

Το τρίτο βήμα προς τη διαφοροποίηση, περιλαμβάνει την αναγνώριση των αμυντικών μηχανισμών που αναπτύχθηκαν  ως μια προσπάθεια προσαρμογής στις αντιξοότητες της ζωής. Ορισμένοι μηχανισμοί, αν και υπήρξαν χρήσιμοι για την επιβίωση στην παιδική ηλικία, στην ενήλικη πια, είναι περιοριστικοί ή και καταστροφικοί. 

Το τελικό βήμα περιλαμβάνει την ανάπτυξη των δικών μας μοναδικών ιδεών, ιδανικών και αξιών, αντί για την άκριτη αποδοχή των πεποιθήσεων με τις οποίες μεγάλωσε κανείς, ή εκείνες της κουλτούρας του. 

***

Ως γνωστών, η οικογένεια αποτελεί το πρώτο σημαντικό σύστημα μέσα στο οποίο το παιδί μαθαίνει να αλληλεπιδρά και αρχίζει να δομεί την αίσθηση εαυτού μέσα από το καθρέφτισμα του στους σημαντικούς άλλους. Μέσα στα πλαίσια της οικογένειας λοιπόν, η διαφοροποίηση του εαυτού στα παιδιά πρέπει να ξεκινά από πολύ μικρή ηλικία (προσχολική ηλικία), προκειμένου να καλλιεργηθεί το αίσθημα της υπευθυνότητας και της αυτονομίας. Σημειώνεται εδώ πως, στόχος δεν είναι η συναισθηματική αποκοπή του παιδιού, αλλά η ισορροπία ανάμεσα στην λογική συμπεριφορά και στην έκφραση συναισθημάτων (Goldenberg & Goldenberg, 2005). Η διαφοροποίηση του εαυτού μοιάζει να είναι, περίπου, ισοδύναμη με τη συναισθηματική ωριμότητα (Βowen, 1974).

Σύμφωνα με ερευνητικά ευρήματα, η διαφοροποίηση ενισχύεται εντός οικογενειακών πλαισίων που ενθαρρύνουν την ανάπτυξη ενός υγιούς εγώ και την ανεξάρτητη σκέψη και επιλογή. Πιο συγκεκριμένα, ένα οικογενειακό περιβάλλον που ευνοεί την υγιή διαφοροποίηση των παιδιών, χαρακτηρίζεται από προσιτούς, ανοιχτούς, υποστηρικτικούς και μη επικριτικούς γονείς. Η ευαισθησία, η ανταπόκριση, η άνευ όρων αποδοχή, ο αμοιβαίος σεβασμός και η ανοιχτή επικοινωνία εντός του οικογενειακού συστήματος, ενθαρρύνει το παιδί να βρει τη δική του φωνή και να την εκφράζει χωρίς να φοβάται ότι θα απορριφθεί.  Όταν το παιδί αισθάνονται άνετα να εκφράσει τις προσωπικές του απόψεις και ιδέες μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, σταδιακά εκπαιδεύεται να γενικεύσει την εν λόγω συμπεριφορά και σε άλλα περιβάλλοντα. 

Από την άλλη μεριά, κάποιες γονικές συμπεριφορές που υπονομεύουν τη διαφοροποίηση των παιδιών, περιλαμβάνουν: την απαιτητική & ελεγκτική στάση του γονιού, που ζητά τη συμμόρφωση του παιδιού στις απαιτήσεις του, τη μετατροπή του παιδιού σε σύμμαχο και μοίρασμα των προβλημάτων του μαζί του, την αδυναμία του γονέα, με αποτέλεσμα το παιδί να αναλαμβάνει το ρόλο του προστάτη/σωτήρα και την εστίαση στη θυσία του γονέα, που με τη σειρά του, οφείλει να επαναλάβει και το παιδί. Παρακάτω, αναλύονται κάποιες κοινές γονικές συμπεριφορές που θέτουν τις βάσεις για την ανάπτυξη μη διαφοροποιημένων παιδιών. 

Παρατηρείται συχνά στους γονείς, ιδιαίτερα με παιδιά μικρότερων ηλικιών, να χρησιμοποιούν στις αφηγήσεις τους το α’ πληθυντικό πρόσωπο, προκειμένου να μιλήσουν για συμπεριφορές ή επιτεύγματα των παιδιών τους. Αυτή η χρήση του πρώτου πληθυντικού αριθμού ενισχύει την «αδιαφοροποίητη μάζα του εγώ» και οδηγεί σε υπερεμπλοκή μεταξύ των μελών, δυσχεραίνοντας τη δημιουργία εαυτού στην πατρική οικογένεια (Γιωτσά, 2014). 

Αναφορικά με την επικοινωνία των γονιών με τα παιδιά τους, παρατηρείται εξίσου συχνά η χρήση επιθετικών προσδιορισμών προκειμένου να «νουθετήσουν» τα παιδιά, αντί να χρησιμοποιούν δηλώσεις που αφορούν τα δικά τους προσωπικά συναισθήματα. Σύμφωνα με τη Θεωρία Εστιασμένη στο Συναίσθημα,  η εστίαση στα προσωπικά μας συναισθήματα, ενισχύει τη θέση-εγώ και τονίζει την ευθύνη του ομιλητή για τα δικά του συναισθήματα, στάσεις και συμπεριφορές. 

Σε συναισθηματικό επίπεδο, τα παιδιά, από πολύ νωρίς παρουσιάζουν μια ευρεία γκάμα συναισθημάτων, που ωστόσο παραγνωρίζεται από τους γονείς, εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας τους. Συχνά ο θυμός των παιδιών θεωρείται «χαριτωμένος», ενώ η λύπη και οι ανησυχίες τους υποβαθμίζονται καθώς οι ενήλικες έχουν να ασχοληθούν με «πιο σοβαρά ζητήματα». Η εν λόγω τακτική, μαθαίνει στο παιδί ότι τα συναισθήματά του δεν είναι σημαντικά, χάνει την εμπιστοσύνη του σε αυτά, και «εκπαιδεύεται» να εναρμονίζεται με τα συναισθήματα των άλλων και να συγχωνεύεται. 

Στο σημείο αυτό, γίνονται αντιληπτά και τα δύσκολα συναισθήματα του γονέα που καλείται να διαχειριστεί τον σταδιακό αποχωρισμό από το παιδί του. Η διαχείριση αυτή απαιτεί από το γονέα, την υιοθέτηση μιας στάσης εμπιστοσύνης απέναντι στο παιδί, όταν εκείνο δειλά κάνει τα πρώτα του βήματα στο μονοπάτι της διαφοροποίησης από το οικογενειακό σύστημα. 

***

Συμπερασματικά, υποστηρίζεται πως, κατά τη διάρκεια ανάπτυξης του παιδιού, οι γονείς οφείλουν να λειτουργούν ως καθοδηγητές, προκειμένου να αποκτήσει το παιδί τις δεξιότητες που θα του χρειαστούν για τη σταδιακή προσαρμογή του στον κόσμο. Από την άλλη μεριά, η διαδικασία αυτή συχνά παρερμηνεύεται, με τους γονείς να καταλήγουν –ωθούμενοι από την αγάπη και υπερβολική ανησυχία για τα παιδιά τους-, να υποδεικνύουν μονίμως τι πρέπει να γίνει, και άλλοτε να αναλαμβάνουν οι ίδιοι να διεκπεραιώσουν τις υποχρεώσεις του παιδιού, ή ακόμα και να υποστούν εκείνοι τις συνέπειες των συμπεριφορών του. Μια τέτοια πρακτική, αφαιρεί από το παιδί τη δυνατότητα αυτερνέργειας και λήψης πρωτοβουλιών, με αποτέλεσμα να καθίσταται παθητικό και εξαρτημένο από άλλους.

Κλείνοντας, και λαμβάνοντας υπόψη, πως ο καλύτερος τρόπος εκμάθησης του παιδιού, είναι μέσω της μίμησης, τονίζεται -όπως προαναφέρθηκε- ότι, η παιδική διαφοροποίηση, επιτυγχάνεται σε έναν ικανοποιητικό βαθμό, πρωτίστως εξαιτίας της ποιότητας της διαφοροποίησης που χαρακτηρίζει το γονέα. Ας μην παραλειφθεί τέλος, ότι η διαφοροποίηση αποτελεί σημαντικό στόχο της ψυχοθεραπείας αλλά και ένα ταξίδι δια βίου.

Αναστασία Κομιανίδη,

Ψυχολόγος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.